κατακυρώνω

κατακυρώνω
(AM κατακυρῶ, -όω)
1. κάνω κάτι έγκυρο, επικυρώνω («τὰς οὐσίας τῶν ἐξ Ἀρείου πάγου φευγόντων... πωλοῡσιν, κατακυροῡσι δ' οἱ ἄρχοντες», Αριστοτ.)
2. (για δημοπρασίες) μεταβιβάζω επίσημα την κυριότητα ενός πράγματος σε κάποιον
νεοελλ.
1. αναγνωρίζω σε κάποιον την κατοχή ενός πράγματος
2. με διοικητική ή δικαστική απόφαση μεταβιβάζω σύμφωνα με το αστικό και το δικονομικό δίκαιο την κυριότητα κινητού ή ακίνητου περιουσιακού στοιχείου
αρχ.
παθ. κατακυροῡμαι, -όομαι
καταδικάζομαι («ψήφῳ θανάτου κατακυρωθείς», Ευρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατακυρώνω — κατακυρώνω, κατακύρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κατακυρώνω — κατακύρωσα, κατακυρώθηκα, κατακυρωμένος 1. επικυρώνω κάτι, το κάνω έγκυρο: Την κατακύρωσε την πράξη αυτή. 2. στις δημοπρασίες, εγκρίνω το αποτέλεσμα του πλειστηριασμού, μεταβιβάζω την κυριότητα κάποιου πράγματος σε κάποιον: Κατακυρώθηκε το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακατακύρωτος — η, ο [κατακυρώνω] 1. αυτός που δεν έχει επικυρωθεί με επίσημη πράξη «ακατακύρωτη αγοραπωλησία» 2. που δεν έχει επιδικαστεί οριστικά «ακατακύρωτος πλειστηριασμός» …   Dictionary of Greek

  • κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… …   Dictionary of Greek

  • κατακηρύσσω — και αττ. τ. κατακηρύττω (Α) 1. προστάζω με δημόσιο κήρυκα 2. (σε δημοπρασία) κατακυρώνω κάτι σε κάποιον 3. παθ. κατακηρύσσομαι καλούμαι με κήρυκα στο δικαστήριο …   Dictionary of Greek

  • κατακυρωτής — ο υπάλληλος τού πλειστηριασμού αρμόδιος για την κατακύρωση τού αποτελέσματος τής δημοπρασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακυρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν λεξικόν τού Άγγελου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • κατακυρωτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συντελεί στην κατακύρωση («κατακυρωτική απόφαση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακυρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν λεξικόν τού Άγγελου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • κατακυρώ — βλ. κατακυρώνω …   Dictionary of Greek

  • κατακύρωση — η 1. η πράξη με την οποία επικυρώνεται ή επιβεβαιώνεται κάτι 2. η μεταβίβαση τής κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος με διοικητική ή δικαστική απόφαση, η οποία αναπληρώνει τη θέληση τού ιδιοκτήτη 3. η επίσημη αναγνώριση ότι κάτι ανήκει σε… …   Dictionary of Greek

  • προσκαταγιγνώσκω — Α 1. καταδικάζω επί πλέον 2. επιδικάζω κάτι σε κάποιον, κατακυρώνω κάτι ως κτήμα κάποιου («αὐτοῑς τὰ χωρία προσκαταγνώσεται», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καταγιγνώσκω «αποδίδω σε κάποιον κάτι, κατηγορώ, καταδικάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”